- δύσφορα
- δύσφοροςhard to bearneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσφορ' — δύσφορα , δύσφορος hard to bear neut nom/voc/acc pl δύσφορε , δύσφορος hard to bear masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσφορος — δύσφορος, ον (AM) 1. οχληρός, ενοχλητικός 2. βραδυκίνητος («δύσφορα τὰ σώματα ἀπεργάζοιντο», Πλούτ.) αρχ. 1. (για τροφή) δύσπεπτος 2. αυτός που έχει κακή σοδειά, άγονος («δύσφορος χώρα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσφορα κακά, θλίψεις μσν. το … Dictionary of Greek